ανελλιπώς

ανελλιπώς
επίρρ. беспрерывно; без пропуска

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανελλιπώς" в других словарях:

  • ἀνελλιπῶς — ἀνελλιπής unfailing adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нескоудьно — (13) нар. 1.Обильно, щедро: Бл҃женыи же сице помышл˫аше б҃ъ же все на потребѹ нескѹдьно подаваше ѥмѹ. ЖФП XII, 37а; и змию рече съдѣтел˫а блажѣишю ˫аже завистию ѹбо въкѹшени˫а. дрѣвьнѧаго възбранѧющю. обои же нескѹдьно того при˫ати съвѣщавъше.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нескоудьнѣ — (1*) нар. Полностью: слово воздати ѡ всѣ(х). и ѡ стадѣ своемь добрѣ и достоино и по истинѣ неповиньнѣ. ли ч(с)тѣ. ли нескуднѣ. и недрѣманнѣ. (ἀνελλιπῶς) ФСт XIV, 154а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μοσχίνδα — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἑξῆς καὶ ἀνελλιπῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ξιφ ίνδα, ταυρ ίνδα)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… …   Dictionary of Greek

  • Κορφιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών που καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά το επώνυμο της οικογένειας ήταν Καίσαρ ή Καίσαρης, αλλά μετονομάστηκαν σε Κ. από τη λατινική ονομασία της Κέρκυρας, Κορφού. 1. Αναστάσιος. Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • Κοτί, Ρενέ — (René Coty, Χάβρη 1882 – 1962). Γάλλος πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλικής δημοκρατίας (1953 59). Διετέλεσε ανελλιπώς μέλος του κοινοβουλίου την περίοδο 1923 53, με εξαίρεση το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Συγκεκριμένα, ο Κ. εξελέγη βουλευτής …   Dictionary of Greek

  • Λάρντνερ, Ρινγκ — (Ring Lardner, Νάιλς, Μίσιγκαν 1885 – Ιστ Χάμπτον, Νέα Υόρκη 1933). Αμερικανός συγγραφέας. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας καλλιεργημένης εύπορης οικογένειας των μεσοδυτικών ΗΠΑ, αλλά η οικονομική της κατάρρευση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις… …   Dictionary of Greek

  • Λιάνης, Γεώργιος — (Αμύνταιο Φλώρινας 1942 –). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε στο τμήμα χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ κατά τα νεανικά του χρόνια υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής με την ομάδα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης (1962 64).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»